Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐν μέλει

См. также в других словарях:

  • μέλει — (παρατατ. έμελε) (ως απρόσ.) Σημειώσεις: μέλει – μέλλει : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες. Το μέλει σημαίνει → ενδιαφέρει (τι σε μέλει εσένανε;) ενώ το μέλλει (ή μέλλεται) → είναι μοιραίο (όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει).… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μέλει — (ρ. απρόσ.), νοιάζει, ενδιαφέρει: Με μέλει (νοιάζομαι για κάτι). – Εσένα να μη σε μέλει (να μη σε νοιάζει για ξένες υποθέσεις) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλει — (ΑM μέλει) βλ. μέλω …   Dictionary of Greek

  • μέλει — μέλος limb neut nom/voc/acc dual (attic epic) μέλεϊ , μέλος limb neut dat sg (epic ionic) μέλος limb neut dat sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀνὴρ ἐγὼ καὶ πάντα μοι τ’ἀνδρός μέλει. — См. Я человек, ничто человеческое мне не чуждо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μέλω — (ΑM μέλω) (το γ εν. ενεργ. ενεστ. ως απρόσ.) μέλει αποδίδεται από κάποιον σημασία σε κάτι, είναι κάτι αντικείμενο φροντίδας κάποιου (α. «δεν μέ μέλει που δεν ήλθε» β. «οὐδέν μοι μέλει», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «να μη σέ μέλει εσένα» να μην… …   Dictionary of Greek

  • μέλε' — μέλεαι , ἐπιμελέομαι take pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μέλεα , μέλεος idle neut nom/voc/acc pl μέλεα , μέλεος idle neut nom/voc/acc pl μέλεε , μέλεος idle masc voc sg μέλεε , μέλεος idle masc/fem voc sg μέλεαι , μέλεος idle fem nom/voc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλει — (παρατατ. έμελλε) (ως απρόσ.) και πρβλ. μέλλεται Σημειώσεις: μέλει – μέλλει : δεν πρέπει να συγχέονται οι έννοιες. Το μέλει σημαίνει → ενδιαφέρει (τι σε μέλει εσένανε;) ενώ το μέλλει (ή μέλλεται) → είναι μοιραίο (όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • Gyges — (griechisch Γύγης) war ein historisch belegter, zudem sagenumworbener König des kleinasiatischen Lydien, welches er vermutlich von 680 v. Chr. bis 644 v. Chr. regierte. Er gilt als Begründer der Mermnaden Dynastie, die fünf Generationen… …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Phrasen/Eta — Eta Inhaltsverzeichnis 1 Ἡ ἀνάπαυσις τῶν πόνων ἐστὶν ἄρτυμα …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»